Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

β 
Το κομμάτι 307 ήταν από τα τελευταία και η υπόλοιπη συνεδρία συνεχίστηκε δίχως άλλες συγκινήσεις ή επεισόδια, εκτός του ότι ο άντρας με την αλογοουρά δεν ξαναπλειοδότησε για τίποτα και, πριν το τέλος, σηκώθηκε και εγκατέλειψε την αίθουσα, ακολουθούμενος από το βιαστικό τακ τακ τακουνιών της γραμματέα,  όχι όμως χωρίς να ρίξει ένα οργισμένο βλέμμα στην ξανθιά. Ούτε εκείνη ξανασήκωσε το καρτελάκι της. Ο αδύνατος γενειοφόρος άντρας αγόρασε τελικά ένα πολύ όμορφο ναυτικό τηλεσκόπιο,  και ένας κύριος με σκαιό ύφος και βρώμικα νύχια, που καθόταν μπροστά από τον Κόυ, απέκτησε με λίγα περισσότερα χρήματα από την τιμή εκκίνησης μια μακέτα του "San Juan Nepomouceno", σχεδόν ενός μέτρου μήκους και σε πολύ καλή κατάσταση. Το τελευταίο κομμάτι, ένα παιχνίδι με παλιές κάρτες του Βρετανικού Ναυαρχείου, έμεινε χωρίς αγοραστή. Κατόπιν ο δημοπράτης έληξε τη συνεδρία και όλος ο κόσμος σηκώθηκε και πέρασε στο σαλονάκι όπου ο Κλέυμορ καλούσε τους πελάτες του για ένα ποτήρι σαμπάνια. 
          
          Ο Κόυ αναζήτησε την ξανθιά γυναίκα. Υπό άλλες περιστάσεις θα είχε αφιερώσει περισσότερη προσοχή στο χαμόγελο της νεαρής ρεσεψιoνίστ, που πλησίασε με το δίσκο στο χέρι, προσφέροντας ένα ποτήρι . Η ρεσεψιονίστ τον ήξερε από άλλες δημοπρασίες. Και παρ'ότι γνώριζε ότι ποτέ δεν έπαιρνε μέρος στη διαδικασία, έδειχνε αναμφίβολα ευαισθησία στο ξεβαμμένο τζην παντελόνι του και στα άσπρα αθλητικά παπούτσια που φορούσε σα συμπλήρωμα του μπλε σκούρου ναυτικού σακακιού με τις δύο παράλληλες σειρές των κουμπιών, που άλλες φορές ήταν χρυσά, στολισμένα με την άγκυρα του εμπορικού ναυτικού, αλλά που τώρα τα αντικαθιστούσαν άλλα, μαύρα, πιο διακριτικά. Και στις άκρες των μανικιών επίσης υπήρχαν ίχνη από τα γαλόνια του αξιωματικού που κάποτε έλαμπαν πάνω τους. Ακόμα κι έτσι, του Κόυ του άρεσε πολύ αυτό το σακάκι. Ίσως γιατί, φορώντας το αισθανόταν τους δεσμούς του με τη θάλασσα. Κυρίως όταν γυρόφερνε, καθώς έπεφτε το δειλινό, στο λιμάνι κι ονειρευόταν εποχές που του ήταν ακόμα δυνατό να ψάχνει κάποιο πλοίο για να μπαρκάρει και που υπήρχαν μακρινά νησιά για να δώσουν άσυλο σ' έναν άνθρωπο, σωστές δημοκρατίες, όπου δε γνώριζε κανείς τίποτα για διετείς αναστολές και όπου δεν έφταναν ποτέ αποφάσεις ναυτικών δικαστηρίων και εντάλματα σύλληψης. Του είχαν φτιάξει το σακάκι επί παραγγελία, μαζί με το πηλίκιο και το παντελόνι, στο "Sucesores de  Rafael Valls"  δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν πέρασε τις εξετάσεις του ανθυποπλοιάρχου. Και μ' αυτό ταξίδευε πάντα, χρησιμοποιώντας το στις περιπτώσεις, όλο και πιο σπάνια στη ζωή ενός αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού, που ήταν αναγκαίο να ντυθεί σωστά. Από την αρχή αυτής της περιόδου, που σα μανιακός αναγνώστης ναυτικής λογοτεχνίας την όριζε ως εποχή Κόνραντ, αποκαλούσε εκείνο το παλιό ρούχο το σακάκι του Λόρδου Τζιμ, κάτι που ταίριαζε πολύ με την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Νωρίτερα, υπήρξε μια εποχή Στήβενσον και μια εποχή Μέλβιλ. Κι από τις τρεις, με βάση τις οποίες ταξινομούσε τη ζωή του όταν αποφάσιζε να ρίξει ένα βλέμμα στα απόνερα που κάθε άνθρωπος άφηνε πίσω του, αυτή προέκυπτε η πιο δυστυχής. Είχε μόλις κλείσει τα 38, του έμεναν ακόμα είκοσι μήνες απαγόρευσης εργασίας και οι εξετάσεις για το δίπλωμα καπετάνιου είχαν αναβληθεί επ' αόριστον, βρισκόταν καθηλωμένος στη στεριά, με ένα φάκελο που θα έκανε οποιονδήποτε πλοιοκτήτη του οποίου θα χτυπούσε την πόρτα να συνοφρυωθεί, και με την πανσιόν κοντά στη Ράμπλας και το καθημερινό φαγητό στης Τερέζα να του στερεύουν ανελέητα τις τελευταίες του οικονομίες. Δύο εβδομάδες ακόμα και θα έπρεπε να δεχτεί οποιαδήποτε δουλειά ως απλός ναύτης, σε κάποιο από εκείνα τα σκουριασμένα πλοία με ουκρανικό πλήρωμα, Έλληνα καπετάνιο και σημαία Αντιλλών, που οι εφοπλιστές αφήνουν πότε πότε να βυθιστούν για να εισπράξουν την ασφάλεια, πολλές φορές δίχως φορτίο και χωρίς να δώσουν χρόνο να προετοιμαστείς. Αυτό, ή να απαρνηθεί τη θάλασσα και να κερδίσει τη ζωή του στη στεριά, κάτι που και μόνο σα σκέψη του προκαλούσε ναυτία, γιατί ο Κόυ - αν και το ταξίδι του με το "Isla Negra" δεν του είχε αποβεί και πολύ χρήσιμο - διέθετε σε υψηλό βαθμό την κύρια αρετή κάθε ναυτικού: μια κάποια αίσθηση ανασφάλειας, εννοούμενης ως δυσπιστίας, κάτι που μπορεί να καταλάβει μόνο όποιος βλέπει στο Βισκαϊκό κόλπο ένα βαρόμετρο να πέφτει πέντε μίλιμπαρ σε τρεις ώρες, ή βρίσκεται στον πορθμό του Χορμουζ έχοντας μπροστά του ένα πετρελαιοφόρο του μισού εκατομμυρίου τόνων και τετρακοσίων μέτρων μήκους να κλείνει σιγά σιγά το πέρασμα. Είναι η ίδια αόριστη αίσθηση, η έκτη αίσθηση, που ξυπνάει κάποιον νυχτιάτικα λόγω  μια αλλαγής στη λειτουργία των μηχανών, και τον κάνει να ανησυχεί με την εμφάνιση ενός μαύρου σύννεφου μακριά, ή που κάνει τον καπετάνιο, απροσδόκητα, χωρίς λογική αιτία, να εμφανίζεται στη γέφυρα και να πηγαινοέρχεται κοιτάζοντας εδώ κι εκεί, σα να μην του αρέσει κάτι. Κάτι κοινό, από μια άλλη πλευρά σ' ένα επάγγελμα στο οποίο η συνήθης εργασίας σου όταν είσαι βάρδια συνίσταται στο να συγκρίνεις ανά πάσα στιγμή τη γυροσκοπική με τη μαγνητική πυξίδα, ή, με άλλα λόγια, να επαληθεύεις έναν ψεύτικο βορρά βάσει ενός επίσης μη αληθινού βορρά. Κι όσον αφορά τον Κόυ, αυτή η αίσθηση της ανασφάλειας αυξανόταν, παραδόξως, όταν δεν πατούσε στην κουβέρτα ενός πλοίου. Είχε την ατυχία, ή την τύχη, να είναι ένας από αυτούς τους άντρες για τους οποίους το μοναδικό κατοικήσιμό μέρος βρίσκεται δέκα μίλια μακριά από την κοντινότερη ακτή. 

         Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι που μόλις του είχε προσφέρει με φιλαρέσκεια η ρεσεψιονίστ, Δεν ήταν ελκυστικός τύπος. Το ανάστημά του, λίγο μικρότερο του μετρίου, τόνιζε υπερβολικά τους πλατιούς του ώμους, που ήταν δυνατοί, με χέρια επίσης πλατιά και δυνατά, κληρονομημένα από ένα πατέρα αποτυχημένο έμπορο ναυτικών αντικειμένων, ο οποίος, ελλείψει χρημάτων, του είχε αφήσει αυτόν τον τρόπο να περπατά ταλαντευόμενος, σχεδόν αδέξια, σαν ένα άνθρωπος που δεν είναι πεπεισμένος ότι η γη όπου πατά είναι να την εμπιστεύεσαι. Τις τραχιές όμως γραμμές του μεγάλου στόματός του και της επίσης μεγάλης και επιθετικής μύτης του απάλυναν δύο ήρεμα μάτια, σκούρα και γλυκά, που σ'έκαναν να σκέφτεσαι κυνηγόσκυλα τη στιγμή που κοιτάζουν το αφεντικό τους. Είχε επίσης ένα άτολμο, ειλικρινές χαμόγελο, σχεδόν παιδικό, που εμφανιζόταν πού και πού στα χείλη του, ενισχύοντας την εντύπωση του γεμάτου πίστη βλέμματός του, του λίγο μελαγχολικού, που ανταμείφθηκε από το ποτήρι και τη φιλική κίνηση της ρεσεψιονίστ, που τώρα απομακρυνόταν ανάμεσα στους πελάτες, με την αναπόφευκτη φούστα πάνω στα όμορφα πόδια της, στα οποία πίστευε ότι έπεφτε το βλέμμα του Κόυ.
          
           Πίστευε. Γιατί την ίδια στιγμή, καθώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη, εκείνος αναζητούσε με το βλέμμα την ξανθιά γυναίκα. Για λίγο αυτό στάθηκε στον κοντούλη άντρα με τα μελαγχολικά μάτια και το καρρώ σακάκι, που του απηύθυνε μια ευγενική κλίση του κεφαλιού. Μετά συνέχισε να ερευνά την αίθουσα, έως ότου τη βρήκε: ήταν ακόμα με την πλάτη γυρισμένη, μέσα στον κόσμο, μ' ένα ποτήρι στο χέρι, συνομιλώντας με τον δημοπράτη. Φορούσε σουέτ σακάκι, σκούρα φούστα και χαμηλοτάκουνα παπούτσια. Την πλησίασε σιγά σιγά, περίεργος  παρατηρώντας τα ίσια , χρυσαφένια μαλλιά της, που ήταν κομμένα πολύ ψηλά στον αυχένα και που κατέβαιναν από κάθε πλευρά προς το σαγόνι, σε δύο ασύμμετρες αλλά ωστόσο τέλειες γραμμές. Καθώς μιλούσε, τα μαλλιά της κινούνταν απαλά, με τις άκρες τους να χαϊδεύουν τα μάγουλα, που, από το σημείο που βρισκόταν ο Κόυ, μόνο από το πλάι μπορούσε να τα παρατηρήσει. Κι αφού διήνυσε τα δύο τρίτα της απόστασης που τον χώριζε από κείνη, διαπίστωσε ότι η γυμνή γραμμή του λαιμού της ήταν γεμάτη από φακίδες, εκατοντάδες μικροσκοπικές κουκκίδες, ελαφρώς πιο σκούρες από το χρώμα του δέρματος, που, παρά τα ξανθά μαλλια, δεν ήταν πολύ ανοιχτό και παρέπεμπε σε ήλιο, σ' ανοιχτούς ουρανούς, σε ζωή στον ελεύθερο αέρα. Και τότε, όταν απείχε μόνο δύο βήματα και ετοιμαζόταν να περάσει από μπροστά της για να δει, διακριτικά, το πρόσωπό της, η γυναίκα χαιρέτισε το δημοπράτη, στράφηκε και βρέθηκε για δύο δευτερόλεπτα απέναντι από τον Κόυ, τον αναγκαίο χρόνο για να αφήσει πάνω σε ένα τραπέζι το ποτήρι που κρατούσε, να κάνει μεταβολή με μια απαλή κίνηση των ώμων και της μέσης και ν' απομακρυνθεί. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για κείνη τη σύντομη στιγμή, κι ο Κόυ βρήκε το χρόνο να συγκρατήσει δύο ασυνήθιστα σκούρα μάτια με μπλε ανταύγειες. Ή ίσως το αντίθετο, μπλε μάτια με σκούρες ανταύγειες, θαλασσιές ίριδες που γλίστρησαν πάνω στον Κόυ δίχως να τον προσέξουν, καθώς εκείνος διαπίστωνε ότι υπήρχαν φακίδες και στο μέτωπο και στο πρόσωπο και στο λαιμό και στα χέρια, ότι η γυναίκα ήταν γεμάτη φακίδες, κι αυτό της έδινε μια ξεχωριστή, ασυνήθιστη εμφάνιση, ελκυστική και σχεδόν εφηβική, παρότι σαφώς βρισκόταν στα είκοσι τόσα της χρόνια. Μπόρεσε να δει ότι στο δεξί καρπό φορούσε ένα αντρικό ρολόι από ατσάλι, μεγάλο και με μαύρη πλάκα. Επίσης ότι ήταν μισή παλάμη ψηλότερή του και πολύ όμορφη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου