Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

α2
Περίμενε, συγκεντρωμένος στα επόμενα βήματά του, ώσπου να μείνουν πίσω οι άσκοπες, πικρές σκέψεις. Μετά το αποφάσισε. Κοιτώντας από τη μια και από την άλλη πλευρά έως ότου ένα κοντινό φανάρι ελαττώσει την πυκνότητα της κίνησης, περπάτησε αποφασιστικά κάτω από τις καστανιές τις σκεπασμένες με καινούρια φύλλα, διέσχισε το δρόμο και έφτασε στην πόρτα του μουσείου, όπου δύο ναύτες με κόκκινο σιρίτι στο παντελόνι, άσπρη ζώνη και καπέλο κοίταξαν με περιέργεια το ναυτικό του σακάκι, πριν τον βάλουν να περάσει κάτω από το ανιχνευτικό τόξο για τα μέταλλα. Ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα στο στομάχι καθώς ανέβαινε τη φαρδιά σκάλα, έστριψε δεξιά στο πλατύσκαλο και βρέθηκε μπροστά στον πάγκο του βιβλιοπωλείου του προθαλάμου, δίπλα στην τεράστια διπλή ρόδα του τιμονιού της κουβέρτας "Nautilus". Στ' αριστερά ήταν η πόρτα της διεύθυνσης και των διαφόρων υπηρεσιών, και στα δεξιά η είσοδος στις αίθουσες με τα εκθέματα. Υπήρχαν πίνακες και μακέτες πλοίων στους τοίχους, ένας ναύτης με στολή και βαριεστημένη έκφραση που καθόταν πίσω από ένα γραφείο κι ένας υπάλληλος με πολιτικά από την άλλη πλευρά του πάγκου, όπου πωλούνταν βιβλία, γκραβούρες και αναμνηστικά του μουσείου. Πέρασε τη γλώσσα στα χείλη -αισθάνθηκε αίφνης μαι τρομερή δίψα. Μετά απευθύνθηκε στον υπάλληλο με τα πολικά.

                  "Θα ήθελα τη δεσποινίδα Σότο".

            Το ξεραμένο του στόμα του βράχνιαζε τη φωνή. Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην πόρτα αριστερά, τρέμοντας μην τη δει να εμφανίζεται εκεί, έκπληκτη και σε δύσκολη θέση. Τί στο διάβολο κάνεις εδώ και τα λοιπά. Είχε περάσει τη νύχτα ξύπνιος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο παράθυρο, σκεφτόμενος τί θα έλεγε. Τώρα όμως όλα έσβηναν από το μυαλό του, όπως τα απόνερα ενός πλοίου. Καταπνίγοντας αυτό που τον ωθούσε να κάνει στροφή και να φύγει, στηρίχτηκε στο ένα του πόδι και μετά στο άλλο, καθώς ο άνθρωπος στον πάγκο τον μελετούσε. Ήταν μεσήλικας με χοντρά γυαλιά κι ευγενική όψη. 

                  "Την Τάνχερ Σότο;"

        Συγκατένευσε με μιαν αόριστη αίσθηση μη πραγματικότητας. Ήταν παράξενο, σκέφτηκε, ν' ακούει αυτό το όνομα από το στόμα κάποιου τρίτου. Στο κάτω κάτω όμως, κατέληξε, εκείνη είχε μια πραγματική ύπαρξη. Υπήρχαν άνθρωποι που της έλεγαν γεια, τα ξαναλέμε και όλα αυτά τα πράγματα. 

                   "Ναι" είπε. 

                Δεν ήταν παράξενο, αλλά γελοίο, σκέφτηκε ξαφνικά, αυτό το ταξίδι, και ο σάκος του στο αποσκευοφυλάκιο του σιδηροδρομικού σταθμού, η παρουσία του εκεί για να συναντήσει μια γυναίκα την οποία είχε δει δύο ώρες κάποια νύχτα, σε όλη του τη ζωή. Μια γυναίκα που ούτε καν τον περίμενε. 

                 "Σας περιμένει;"

                Σήκωσε τους ώμους.

                 "Ίσως".

             Ο άνθρωπος του πάγκου επανέλαβε σκεφτικός εκείνο το ίσως. Τον παρατηρούσε με δυσπιστία και ο Κόυ στεναχωρήθηκε που δεν είχε την ευκαιρία να ξυριστεί εκείνο το πρωί. Τα γένια του, παρόλο που τα είχε ξυρίσει το προηγούμενο βράδυ, πριν ξεκινήσει για τον σταθμό του Σαντς, είχαν αρχίσει να του σκουραίνουν το πηγούνι. Σήκωσε το χέρι για το καλύψει, αλλά συγκράτησε την κίνηση στη μέση της διαδρομής. 

                "Η κυρία Σότο έχει βγει" απάντησε ο άνθρωπος του πάγκου. 

           Ανακουφισμένος σχεδόν, ο Κόυ συγκατένευσε. Με την άκρη του ματιού του είδε ότι ναύτης του γραφείου, μισοσκυμμένος πάνω από το περιοδικό του, κοιτούσε τα παπούτσια του και το ξεβαμμένο τζην του. Ευτυχώς, σκέφτηκε, είχε αλλάξει τα άσπρα παπούτσια με κάτι παλιά μοκασίνια με ναυτική σόλα. 

               "Θα επιστρέψει σήμερα;"

       Ο άνθρωπος έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στο ναυτικό σακάκι, προσπαθώντας να καταλάβει αν εκείνο το σκούρο πανί εγγυόταν κάτι το αξιοσέβαστο στον συνομιλητή του. 

              "Μπορεί" είπε αφού το σκέφτηκε λίγο. "Δεν κλείνουμε πριν τη μία και μισή".

             Ο Κόυ κοίταξε το ρολόι του και έδειξε την πρώτη αίθουσα. Στο βάθος φαινόνταν δύο μεγάλες προσωπογραφίες του Αλφόνσου ΙΒ΄ και της Ισαβέλλας Β΄ στις δύο πλευρές μιας πόρτας που πίσω της υπήρχαν προθήκες, μοντέλα πλοίων και κανόνια.  

                "Τότε, θα περιμένω εκεί".
                " Όπως επιθυμείτε".

                "Θα με ειδοποιήσετε όταν έρθει; Ονομάζομαι Κόυ".

           Τώρα χαμογελούσε. Η απουσία της ήταν μια ευπρόσδεκτη αναβολή, που τον ηρεμούσε. Ο άνθρωπος του πάγκου έδειξε να χαλαρώνει μπροστά σ' αυτό το κουρασμένο και ειλικρινές χαμόγελο, προϊόν έξι ωρών στο τραίνο και έξι καφέδων.

                 "Φυσικά"

              Διέσχισε την αίθουσα με τις ελαστικές σόλες να απορροφούν το θόρυβο των βημάτων του πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ο φόβος ότι η παρουσία του θα την εκνεύριζε άφηνε τη θέση του σε μια στενόχωρη αβεβαιότητα, σα να παίρνει ένα πλοίο απότομη κλίση, ν' απλώνεις το χέρι αναζητώντας ένα χερούλι, και να μη το βρίσκεις εκεί που υποτίθεται πως θα 'πρεπε να είναι. Κι έτσι, προσπάθησε να ηρεμήσει κοιτάζοντας τα αντικείμενα που υπήρχαν γύρω του. Πέρασε δίπλα από έναν τεράστιο πίνακα, ο Κολόμβος και οι άντρες του στη στεριά, δίπλα σ' ένα σταυρό, στο βάθος φλάμπουρα και το γαλάζιο της Καραϊβικής, με τους ιθαγενείς να σκύβουν μπροστά στον εξερευνητή, μη γνωρίζοντας τί τους περιμένει, κι έστριψε δεξιά, προς τις γυάλινες προθήκες με τα ναυτικά όργανα. Η συλλογή ήταν καταπληκτική, και θαύμασε τα όργανα μέτρησης του ύψους των άστρων, τα χρονόμετρα Arnold και την υπέροχη συλλογή από αστρολάβους, από οκτάντες και εξάντες του 18ου και του 19ου αιώνα, για τους οποίους αναμφίβολα θα υπήρχαν κάποιοι διατεθειμένοι να πληρώσουν πολύ περισσότερα από όσα είχε πάρει εκείνος για τον ταπεινό του Weems & Plath. 

              Υπήρχαν λίγοι επισκέπτες στο μουσείο, που ήταν πιο μεγάλο και φωτεινό απ' όσο το θυμόταν. Ένας ηλικιωμένος μελετούσε σχολαστικά ένα μακρόστενο χάρτη του Γιβραλτάρ, ένα νεαρό ζευγάρι που έμοιαζαν ξένοι κοιτούσαν τις προθήκες της αίθουσα των Ανακαλύψεων και μια ομάδα μαθητών άκουγε τις εξηγήσεις του καθηγητή της σχετικά με τη διάσωση του "San Diego". Ο έντονος κατακόρυφος φωτισμός φώτισε τον Κόυ καθώς περιδιάβαινε στο κεντρικό αίθριο. Αν δεν σκεφτόταν συνέχεια τη γυναίκα που τον είχε φέρει εκεί, θα είχε απολαύσει πραγματικά τα μοντέλα των φρεγατών και των μεγάλων επιβατικών πλοίων, που είτε παρουσιάζονταν ολόκληρα είτε με το κύτος τους κομμένο στη μέση, για να φαίνεται η σύνθετη εσωτερική αρχιτεκτονική τους. Η τελευταία του επίσκεψη στο μουσείο ήταν πριν από είκοσι χρόνια, όταν φτιαχνόταν ο περίβολος κι εκείνος έκανε τις ναυτικές του σπουδές. Παρά το χρόνο που είχε περάσει, αναγνώρισε αμέσως και με χαρά το τότε αγαπημένο του: ένα πλοίο του 18ου αιώνα με τρεις γέφυρες κι 150 κανόνια, σχεδόν τρία μέτρα μήκος το οποίο βρισκόταν σε μια γιγαντιαία γυάλινη προθήκη, ένα πλοίο που δεν όργωσε τις θάλασσες, γιατί δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Εκείνοι ήταν ναυτικοί, σκέφτηκε, όπως και τόσες άλλες φορές είχε σκεφτεί, μελετώντας τον εξοπλισμό, τα πανιά και τα ξάρτια του πλοίου σε κλίμακα, θαυμάζοντας τα μεγάλα ιστία, που πάνω τους θα προχωρούσαν σκληροί και απελπισμένοι άντρες, κρατώντας ισορροπία σε ασταθή βαθμιδόσχοινα, αντιμετωπίζοντας το καραβόπανο μέσα σε καταιγίδες και μάχες,  με τον άνεμο και τις οβίδες να σφυρίζουν και την αμείλικτη θάλασσα χαμηλά, δίπλα στην κουβέρτα, που κουνιόταν κάτω από τα κατάρτια. Για μια στιγμή ο Κόυ αφέθηκε να βρεθεί πάνω στο πλοίο, βυθισμένος στο ονειροπόλημα μεγάλων ολονύκτιων καταδιώξεων ιστίων που είχαν τραπεί σε φυγή στον ορίζοντα -όταν δεν υπήρχαν ραντάρ, δορυφόροι ή ηλεκτρικές συσκευές, όταν τα πλοία ήταν κύπελλα που χόρευαν στο στόμα της κόλασης και η θάλασσα ένας θανάσιμος κίνδυνος'  όμως κι ένα σίγουρο καταφύγιο απέναντι σε όλα τα πράγματα, τα προβλήματα, τις ζωές που είχαν τελειώσει ή που ήταν ακόμα μπροστά, τους θανάτους που εκκρεμούσαν ή εκείνους που επέλθει και που έμεναν πίσω, στη στεριά. "Φτάνουμε πολύ αργά σ' έναν κόσμο πολύ γερασμένο" είχε διαβάσει κάποτε σε κάποιο βιβλίο. Φτάνουμε πολύ αργά, βέβαια. Φτάνουμε σε πλοία και λιμάνια και θάλασσες που είναι πολύ γερασμένα, όταν τα ετοιμοθάνατα δελφίνια φεύγουν μακριά από την πρύμνη των πλοίων, ο Κόνραντ έχει γράψει είκοσι φορές τη Γραμμή σκιάς, ο Λογκ Τζον Σίλβερ* είναι μάρκα ουίσκι και ο Μόμπι Ντικ έχει μετατραπεί στην καλή φάλαινα μιας ταινίας κινουμένων σχεδίων. 

               Δίπλα στο ακριβές αντίγραφο, σε φυσικό μέγεθος, ενός κομματιού από το κατάρτι του πλοίου "Santa Ana",  ο Κόυ διασταυρώθηκε μ' έναν αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού. Φορούσε άψογη στολή, είχε καλό παρουσιαστικό και στις άκρες των μανικιών του έλαμπαν τα χρυσά γαλόνια του αντιπλοιάρχου. Ο αξιωματικός κοίταξε προσεχτικά τον Κόυ, που του ανταπέδωσε το βλέμμα έως ότου εκείνος στρέψει το κεφάλι κι ακουστούν τα βήματά του να απομακρύνονται στο βάθος της αίθουσας. 

            Πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά. Τουλάχιστον μία φορά κάθε λεπτό προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα λόγια που θα έλεγε όταν εκείνη εμφανιζόταν, αν αυτό γινόταν. Και τις είκοσι φορές έπαθε εμπλοκή κι έμεινε με το στόμα μισάνοιχτο, σαν να την είχε στ' αλήθεια μπροστά του, ανίκανος να ολοκληρώσει μια πρόταση με συνοχή. Βρισκόταν στην αίθουσα που ήταν αφιερωμένη στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, κάτω από μια ελαιογραφία με μια σκηνή από τη μάχη -το "Santa Ana" εναντίον του "Royal Sovereign"-, και ξαφνικά το μυρμήγκιασμα εμφανίστηκε πάλι στο στομάχι του, πυροδοτώντας του, αυτή είναι η ακριβής λέξη, μια πιεστική ανάγκη να φύγει από εκεί μέσα. Σήκωσε την άγκυρα, ανόητε, σκέφτηκε. Και φάνηκε σα να ξυπνά από ένα όνειρο και θέλησε να κατέβει άρον άρον στις σκάλες, για να βάλει το κεφάλι του κάτω από το κρύο νερό και να το ταρακουνήσει, ώσπου να φύγει η σύγχυση που βασίλευε μέσα του. Ανάθεμα τη ζωή μου, είκοσι φορές ανάθεμα, επέπληξε τον εαυτό του. Κυρία Σότο. Δεν ξέρω καν αν ζει με κάποιον άντρα ή αν είναι παντρεμένη. 

            Στράφηκε, οπισθοχωρώντας αναποφάσιστος. Τα μάτια του σταμάτησαν τυχαία στην επιγραφή μιας γυάλινης προθήκης: "Σπάθη εφόρμηση που κρατούσε ο δον Κάρλος δε λα Ρότσα στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ως κυβερνήτης του πλοίου...". Τότε, σήκωσε το βλέμμα και είδε την Τάνχερ Σότο πίσω από την πλάτη του, να καθρεφτίζεται στο γυαλί. Την είδε να στέκεται ακίνητη, σιωπηλή, χωρίς να έχει ακούσει να φτάνει, και να τον κοιτάζει με μια έκφραση μεταξύ έκπληξης και περιέργειας, το ίδιο εξωπραγματική όπως και την πρώτη φορά. Τόσο αόριστη σαν μια σκιά που ήταν κλεισμένη μέσα στη γυάλινη προθήκη και όχι έξω απ' αυτήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου